ενωθώ

ενωθώ
ἐνωθῶ, -έω (Α)
σπρώχνω, ρίχνω μέσα ή πάνω σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναπονεύω — και αττ. τ. ξυναπονεύω Α 1. κλίνω, γέρνω μαζί με άλλον («τοῑς σώμασιν αὐτοῑς ἴσα τῇ δόξῃ... ξυναπονεύοντες», Θουκ.) 2. αποκλίνω από ευθεία ή από κάθετη γραμμή μαζί με κάτι άλλο 3. κάμπτομαι για να ενωθώ με κάτι («ἡ κόμη ξυναπονεύουσα ταῑς τοῡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”